- αἰτητόν
- αἰτητόςasked formasc/fem acc sgαἰτητόςasked forneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δωρητός — ή, ό (AM δωρητός, ή, όν) αυτός που δίνεται ως δώρο («δωρητὸν οὑκ αἰτητόν») νεοελλ. αυτός τον οποίο μπορεί κανείς να δωρήσει αρχ. αυτός που δέχεται δώρα, που δωροδοκείται … Dictionary of Greek